δημοσίευση κειμένου του Κυριάκου Παχουλίδη
…………………………………………………
Αν θέλουμε πραγματικά να επανενώσουμε τον τόπο μας έχουμε υποχρέωση και καθήκον ΤΚ και ΕΚ να διερευνούμε και να προσπαθούμε να καταλάβουμε τη δυναμική πολική πολυπλοκότητα στο εσωτερικό της άλλης κοινότητας κι όχι να βλέπουμε μόνο εκείνα που θα θέλαμε να δούμε.
Για ακόμη μια φορά χιλιάδες Τουρκοκύπριοι κατέβηκαν στους δρόμους για να διαδηλώσουν. Και για ακόμη μια φορά η ελληνοκυπριακή πολιτική ηγεσία, η συντριπτική πλειοψηφία των ελληνοκυπριακών ΜΜΕ και η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνοκυπριακού πληθυσμού παρακολουθεί τις κινητοποιήσεις αυτές, όπως και το 2003, με αμηχανία, αδυνατώντας ή/ και αρνούμενη να τις κατανοήσει – ή έστω να προσπαθήσει να τις κατανοήσει. Δεν είναι τυχαίο ότι πέραν από την τηλεοπτική κάλυψη και μερικά σποραδικά ρεπορτάζ τις μέρες εγγύτερα στα γεγονότα ουδεμία σχετική με το θέμα δημόσια συζήτηση δεν διεξήχθη ενώ ελάχιστες σχετικές αναλύσεις είδαν το φως της δημοσιότητας.
Λίγες μέρες μετά ο δημόσιος πολιτικός λόγος της ελληνοκυπριακής κοινότητας αυτοεγκλωβίζεται σε μια ακόμη υπερφίαλα πομπώδη και ανούσια προεκλογική εκστρατεία.
Στην απουσία οποιουδήποτε δημόσιου διαλόγου και μιας σφαιρικής / κριτικής αποτίμησης των εξελίξεων στην τουρκοκυπριακή κοινότητα η κυρίαρχη ελληνοκυπριακή θέση προωθεί υπόγεια και αθόρυβα τη δικής της προσέγγιση για τα πράγματα. Τεχνηέντως, χωρίς πολλά λόγια και προβάλλοντας αποσπάσματα τοποθετήσεων «φιλικών» ΤΚ (π.χ. του ηγέτη της ΚΤΟS Sener Elcil και του αρθρογράφου και ιδιοκτήτη της Africa Sener Levend). Αποφεύγοντας τη συζήτηση και το δημόσιο διάλογο αφήνεται να νοηθεί ως αυτονόητο (εν κοντά στο νου, τι να το συζητάμε τωρά!) ότι οι κινητοποιήσεις των Τουρκοκυπρίων επιβεβαιώνουν αυτό που για χρόνια διακηρύττουμε «οι Τουρκοκύπριοι είναι όμηροι της Άγκυρας».
Η ως άνω κυρίαρχη ελληνοκυπριακή θέση (η οποία διατρέχει εγκάρσια το πολιτικό-κομματικό σύστημα) χρησιμοποιεί τις κινητοποιήσεις των Τουρκοκυπρίων ως επιβεβαίωση της πάγιας της άποψης (την οποία εύστοχα αποτυπώνει το διαχρονικό μότο «το κλειδί της λύσης βρίσκεται στην Άγκυρα») ότι η τουρκοκυπριακή κοινότητα για δεκαετίες στερείται πολιτικού agency – δεν είναι παρά ένα πολιτικό υποχείριο της Τουρκίας. Ως προέκταση της προσέγγισης αυτής ακούγονται φωνές που, αφενός, ζητούν πολιτική εκμετάλλευση των κινητοποιήσεων στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των Ηνωμένων Εθνών και, αφετέρου, θεωρούν αυτές ως πολιτική αδυναμία της τουρκοκυπριακής πλευράς και κατ’ επέκταση ως μια πολύ καλή ευκαιρία για να πείσουμε τους Τουρκοκύπριους «για το όραμα μας για την Κύπρο του κοινού μας μέλλοντος. Να τους πείσουμε γιατί δεν θέλουμε τις εγγυήσεις της Τουρκίας. Γιατί θέλουμε μια ενιαία οικονομία. Να κατανοήσουν γιατί θέλουμε η ελεύθερη Κύπρος να διασφαλίζει τις βασικές ελευθερίες της Ε.Ε» (το απόσπασμα από κείμενο φερέλπιδος πολιτικού, υποψήφιου βουλευτή με το ΔΗ.ΚΟ).
Η συγκεκριμένη αντίληψη συνιστά τον προθάλαμο για επαναφορά μιας αυταπάτης η οποία κυριάρχησε, στο ελληνοκυπριακό πολιτικό πλαίσιο, το 2003 – 2004 ενόψει της τότε επικείμενης ένταξης της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση: θα διαπραγματευτούμε το Κυπριακό από θέση ισχύος – οι Τουρκοκύπριοι ταπεινωμένοι από την Τουρκία και εξαθλιωμένοι οικονομικά και με συναίσθηση της πολιτισμικής απειλής που διατρέχουν ως κοινότητα από την παρουσία των Τούρκων εποίκων θα αποδεχτούν μια λύση στα δικά μας μέτρα. Ή ακόμη καλύτερα: θα συρθούν στις Βρυξέλλες να ζητήσουν μια λύση κομμένη και ραμμένη στα μέτρα της ελληνοκυπριακής αντίληψης περί δίκαιης και ευρωπαϊκής λύσης.
Πέραν αυτής της επιδερμικής (φαινομενικά και μόνο) και ιδιαίτερα ιδεοληπτικής προσέγγισης αρκετοί Ελληνοκύπριοι βλέπουν στις παρούσες κινητοποιήσεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα μια επανάληψη των κινητοποιήσεων του 2003 – 2004. Θεωρούν δηλαδή ότι οι κινητοποιήσεις αυτές έχουν ως κινητήριο άξονα τους τη βούληση των Τουρκοκυπρίων για σύντομη επίλυση του Κυπριακού με στόχο τη κοινή συνισταμένη της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας. Όσοι υιοθετούν αυτή την ανάγνωση αντιλαμβάνονται το κεντρικό αίτημα/ σύνθημα των τουρκοκυπριακών κινητοποιήσεων που αφορά την επιβίωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως ένα κάλεσμα προς τους Ελληνοκυπρίους για κοινή συμπόρευση. Για τους υποστηριχτές της θέσης αυτής, τα οικονομικής τάξης προβλήματα και αδιέξοδα διαρθρώνονται και με ταυτοτικής τάξης θέματα. Θέματα που σχετίζονται με το παρόν και το μέλλον της τουρκοκυπριακής κοινότητας ως διακριτής πολιτικής και πολιτισμικής οντότητας. Αναμφισβήτητα πρόκειται για μια προσέγγιση με ιδεολογική αφετηρία τοποθετημένη στον αντίποδα της κυρίαρχης ελληνοκυπριακής θέσης. Μια προσέγγιση η οποία δικαιώνει σε μεγάλο βαθμό προηγούμενες τοποθετήσεις των κομιστών της και δη το ότι ο αγώνας Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων εναντίον της κατοχής είναι κοινός όπως και ο στόχος: δηλαδή μια λύση συμβιβαστική στη βάση των Συμφωνιών Κορυφής και στο πλαίσιο της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.
Η πρώτη από τις πιο πάνω αναγνώσεις με ανησυχεί ιδιαίτερα καθώς μάλλον θα κατευθύνει την επίσημη ελληνοκυπριακή πολιτική. Σε ότι αφορά στη δεύτερη, αναμφισβήτητα θα ήθελα να εκφράζει την πραγματική δυναμική στο εσωτερικό της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Πολύ φοβάμαι ωστόσο ότι και η δεύτερη προσέγγιση χαρακτηρίζεται από την ίδια αδυναμία που χαρακτηρίζει απόλυτα και την πρώτη: και οι δύο προσεγγίσεις «χαρακτηρίζονται από μια αποικιακή ματιά», βλέπουν στο «θέλω» των Τουρκοκυπρίων (η επιλογή του ενικού αριθμού φυσικά δεν είναι τυχαία) το δικό τους «θέλω». Πρόκειται για προβολές με έντονα πατερναλιστικά στοιχεία οι οποίες αποτυγχάνουν να ανιχνεύσουν την πολυπλοκότητα και την πολυφωνία των τουρκοκυπριακών κινητοποιήσεων.
Δεν έχω ούτε την απαραίτητη ενημέρωση ούτε και τη γλωσσική ευχέρεια προκειμένου να προχωρήσω σε μια εμπεριστατωμένη/ ανάλυση των κινητοποιήσεων των Τουρκοκυπρίων. Σε αναμονή μιας τέτοιας ανάλυσης επιθυμώ να θέσω προς προβληματισμό ορισμένα ερωτήματα, η συζήτηση των οποίων ενδεχομένως να μας οδηγήσει σε μια καλύτερη κατανόηση των τελευταίων κινητοποιήσεων:
Α. Οι 40 000 (και βάλε) άνθρωποι που βγήκαν στους δρόμους της Λευκωσίας στις 02/03/ 2011 κινητοποιήθηκαν αποκλειστικά και μόνο με αναφορά τα οικονομικά μέτρα που εξήγγειλε για την ΤΚ κοινότητα η κυβέρνηση Erdoğan ή μήπως όχι;
Β. Σε ποιο βαθμό θα θεωρούσαμε τα οικονομικά αιτήματα των ΤΚ έγκυρα αν αυτά εκδηλώνονταν στο πλαίσιο της ΕΚ κοινότητας ή στο πλαίσιο μιας ομόσπονδης Κύπρου;
Β. Αν η κυβέρνηση Erdoğan δεν εισήγαγε το συγκεκριμένο οικονομικό πακέτο ή αν το απέσυρε σήμερα πόσοι από τους 40 000 θα βρίσκονταν στους δρόμους;
Γ. Πόσο ισχυρό κίνητρο είναι τα οικονομικής τάξης θέματα για να ωθήσουν τους κατοίκους της χώρας μας σε μια απόφαση να προχωρήσουν σε λύση του Κυπριακού; (Υπενθυμίζω ότι για ορισμένους αναλυτές, η οικονομική ευημερία στην ελληνοκυπριακή κοινότητα και η πρόσληψη μιας όχι και ιδιαίτερα θετικής οικονομικής εξέλιξης σε περίπτωση λύσης ήταν ένας από τους λόγους εκείνους οι οποίοι οδήγησαν τους ΕΚ να απορρίψουν το Σχέδιο Ανάν)
Δ. Η συμμετοχή του κόμματος του υιού Denktas στις διαδηλώσεις πλάι στον Sener Elcin μήπως μας δίνει μια ένδειξη για την πολυφωνία των κινητοποιήσεων ή μήπως αντίθετα για τη δυνατότητα των κινητοποιήσεων να λειτουργήσουν ενοποιητικά στο επίπεδο της ΤΚ κοινότητας;
Ε. Σε ποιο βαθμό η αρνητική στάση απέναντι στην πολιτική της Τουρκίας ή ακόμη και απέναντι στην ίδια την Τουρκία ενισχύει την επιθυμία τους να συμπορευτούν με τους ΕΚ στα πλαίσια μιας κοινής πατρίδας και σε ποιο βαθμό εκτρέφει ένα ΤΚ εθνικισμό, αντικατοπτρισμό του κυρίαρχου σήμερα ΕΚ εθνικισμού;
Στ. Σε ποιο βαθμό μπορεί να θεωρηθεί ξενοφοβική/ ρατσιστική η στάση που διαμορφώνεται στην ΤΚ κοινότητα απέναντι στους Τούρκους που ζουν ανάμεσά τους και σε ποιο βαθμό δικαιολογημένη;
Κυριάκος Παχουλίδης
Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011